- κοντοβράκι
- τοκοντό βρακί των χωρικών που φτάνει ως τα γόνατα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντοβράκι — το εξωτερική κοντή περισκελίδα, βράκα τών χωρικών που φτάνει ώς τα γόνατα ή λίγο πιο κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βρακί (πρβλ. πανω βράκι)] … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
δαφνούλα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 61 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, ΒΑ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. Έως το 1954 ονομαζόταν Σιάντος. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.,… … Dictionary of Greek
κουρτσουβράκιν — κουρτσουβράκιν, το και κουρτσουβράκα, ἡ (Μ) κοντοβράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corto braca] … Dictionary of Greek
μπραγέσσες — μπραγέσσες, οἱ (Μ) είδος παντελονιού, κοντοβράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. braghesse] … Dictionary of Greek
Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… … Dictionary of Greek
Πωλογεωργάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Κρήτης. Σπουδαιότεροι γόνοι της οικογένειας ήταν οι εξής: 1. Αναγνώστης και Παύλος. Γιοι του Γεωργίου (2). Διακρίθηκαν, ως οπλαρχηγοί και πληρεξούσιοι της επαρχίας Σφακίων κατά την επανάσταση του 1866 69. 2.… … Dictionary of Greek